ασθμαίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ασθμαίνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]ασθμαίνω
- αναπνέω δύσκολα, πνευστιώ, λαχανιάζω
- (μεταφορικά) καταβάλλω πολλούς κόπους