ασκαρδαμυκτί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασκαρδαμυκτί < αρχαία ελληνική ἀσκαρδαμυκτί < ἀσκαρδάμυκτος
Επίρρημα[επεξεργασία]
ασκαρδαμυκτί
- (αρχαιοπρεπές) χωρίς να ανοιγοκλείσουν τα βλέφαρα, με βλέμμα ατενές, ατενώς
- συμβαίνει πολύ γρήγορα, όσο χρειάζεται για να ανοιγοκλείσουν τα βλέφαρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασκαρδαμυκτί