ασκητεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασκητεύω < ασκητής

Ρήμα[επεξεργασία]

ασκητεύω

  1. ζω σαν ασκητής, με εγκράτεια και λιτότητα
  2. είμαι ασκητής
    ασκήτεψε στο Άγιο Όρος για είκοσι χρόνια, μέχρι τον θάνατό του

Μεταφράσεις[επεξεργασία]