ασκητεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασκητεύω < ασκητής
Ρήμα[επεξεργασία]
ασκητεύω
- ζω σαν ασκητής, με εγκράτεια και λιτότητα
- είμαι ασκητής
- ασκήτεψε στο Άγιο Όρος για είκοσι χρόνια, μέχρι τον θάνατό του
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασκητεύω
|