ασκητικώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασκητικώς < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀσκητικῶς < αρχαία ελληνική ἀσκητικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
ασκητικώς