ασματογράφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ασματογράφος οι ασματογράφοι
      γενική του/της ασματογράφου των ασματογράφων
    αιτιατική τον/την ασματογράφο τους/τις ασματογράφους
     κλητική ασματογράφε ασματογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασματογράφος < άσμα + γράφω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ασματογράφος αρσενικό

  • (επάγγελμα) ποιητής ή συνθέτης ασμάτων
    είναι παγκοσμίου φήμης ασματογράφος, αφού γράφει πολύ ωραία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]