ασουλούπωτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασουλούπωτα < ασουλούπωτος + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
ασουλούπωτα
- χωρίς να έχει σουλουπωθεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη σουλούπι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασουλούπωτα
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ασουλούπωτα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ασουλούπωτος