ασουρούπωτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασουρούπωτα < α- + σουρουπώνει + τα

Επίρρημα[επεξεργασία]

ασουρούπωτα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]