ασπέδιστα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασπέδιστα < ασπέδιστος + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
ασπέδιστα
- (για άλογο) χωρίς να έχει λουριά στα πόδια
- (μεταφορικά) ανεμπόδιστα, ασυγκράτητα, αχαλίνωτα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ασπέδιστος
- → δείτε τη λέξη σπεδίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασπέδιστα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ασπέδιστα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ασπέδιστος