ασπίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ασπίδα | οι | ασπίδες |
γενική | της | ασπίδας | των | ασπίδων |
αιτιατική | την | ασπίδα | τις | ασπίδες |
κλητική | ασπίδα | ασπίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασπίδα < αρχαία ελληνική ἀσπίς
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ασπίδα θηλυκό
- αμυντικό όπλο της αρχαιότητας και του μεσαίωνα που το κρατούσε μπροστά του ο πολεμιστής για να προφυλαχτεί
- (μεταφορικά) σύνολο μέσων προστασίας από κίνδυνο ή απειλή
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- αιγίδα (επικαλυμμένη με κατσικίσιο δέρμα)