ασπίλωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασπίλωτος < (ελληνιστική κοινή) ἀσπίλωτος
Επίθετο[επεξεργασία]
ασπίλωτος, -η, -ο
- που δεν έχει σπιλωθεί
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασπίλωτος
|