ασπαρτάριστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασπαρτάριστος < α- + σπαρταρίζω + -τος < σπαρταρώ < αρχαία ελληνική ἀσπαίρω (με επίδραση της λέξης λαχταρώ) < ἀ- + σπαίρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *spʰer- (τινάζομαι, πηδώ)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.spaɾˈta.ɾi.stos/
Επίθετο[επεξεργασία]
ασπαρτάριστος
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασπαρτάριστος
|