ασπαστείς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ασπαστείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ασπάζομαι
  2. θα ασπαστείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ασπάζομαι