ασπερμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασπερμία < λόγιο ενδογενές δάνειο: aspermia < αρχαία ελληνική σπέρμα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ασπερμία θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασπερμία
|