ασπρορουχού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασπρορουχού οι ασπρορουχούδες
      γενική της ασπρορουχούς των ασπρορουχούδων
    αιτιατική την ασπρορουχού τις ασπρορουχούδες
     κλητική ασπρορουχού ασπρορουχούδες
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασπρορουχού < ασπρόρουχ(α) + κατάληξη θηλυκού -ού

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.spɾo.ɾuˈxu/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐σπρο‐ρου‐χού

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ασπρορουχού θηλυκό (αρσενικό ασπρορουχάς)

  1. (παρωχημένο, επάγγελμα) γυναίκα που έραβε ασπρόρουχα
  2. (λαϊκότροπο) κλέφτρα ασπρόρουχων από αυλές
     συνώνυμα: μπουγαδοκλέφτρα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]