ασπρορουχού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασπρορουχού < ασπρόρουχ(α) + κατάληξη θηλυκού -ού
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.spɾo.ɾuˈxu/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐σπρο‐ρου‐χού
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ασπρορουχού θηλυκό (αρσενικό ασπρορουχάς)
- (παρωχημένο, επάγγελμα) γυναίκα που έραβε ασπρόρουχα
- (λαϊκότροπο) κλέφτρα ασπρόρουχων από αυλές
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις ασπρόρουχο, άσπρος και ρούχο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασπρορουχού
|
Πηγές[επεξεργασία]
- ασπρορουχού - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ασπρορουχού, ασπρορουχάς - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αλεπού' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ασπρο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)