Μετάβαση στο περιεχόμενο

ασπρόρουχα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα ασπρόρουχα
      γενική των ασπρόρουχων
    αιτιατική τα ασπρόρουχα
     κλητική ασπρόρουχα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ασπρόρουχα < πληθυντικός αριθμός του ασπρόρουχο < άσπρος + -ο- + ρούχο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ασπρόρουχα ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]