ασσυριολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασσυριολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική assyriologie[1] < αρχαία ελληνική Ἀσσυρία < ακκαδική 𒀸𒋗𒁺𐎹 (Aššūrāyu) < 𒀸𒋩 (Aššur: η πρωτεύουσα του κράτους τους) + λέγω (μαρτυρείται από το 1819)[2]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.si.ɾi.o.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ασ‐συ‐ρι‐ο‐λο‐γί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ασσυριολογία θηλυκό
- η μελέτη της ιστορίας, της γλώσσας και του πολιτισμού των Ασσυρίων
[επεξεργασία]
- ασσυριολογικός
- ασσυριολόγος
- → και δείτε τις λέξεις Ασσυρία και λέγω
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασσυριολογία
|
[επεξεργασία]
- ↑ ασσυριολογία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ακκαδικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)