αστίλβωτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αστίλβωτος, -η, -ο
- ο μη στιλβωμένος, αγυάλιστος
- αστίλβωτα κεραμικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αστίλβωτος
|