ασταθής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασταθής η ασταθής το ασταθές
      γενική του ασταθούς* της ασταθούς του ασταθούς
    αιτιατική τον ασταθή την ασταθή το ασταθές
     κλητική ασταθή(ς) ασταθής ασταθές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασταθείς οι ασταθείς τα ασταθή
      γενική των ασταθών των ασταθών των ασταθών
    αιτιατική τους ασταθείς τις ασταθείς τα ασταθή
     κλητική ασταθείς ασταθείς ασταθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασταθής < αρχαία ελληνική ἀσταθής

Επίθετο[επεξεργασία]

ασταθής

  • που χαρακτηρίζεται από αστάθεια
    1. που έχει την τάση να αλλάζει κατά τρόπο απρόβλεπτο, ευμετάβλητος
      ασταθής χαρακτήρας, ασταθής κατάσταση
    2. που κινδυνεύει να ανατραπεί
      ασταθής πλειοψηφία, ασταθής ισορροπία

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]