Μετάβαση στο περιεχόμενο

αστακοουρά

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αστακοουρά οι αστακοουρές
      γενική της αστακοουράς των αστακοουρών
    αιτιατική την αστακοουρά τις αστακοουρές
     κλητική αστακοουρά αστακοουρές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αστακοουρά < αστακός + -ο- + ουρά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αστακοουρά θηλυκό

  1. η ουρά ενός αστακού
  2. (κατ’ επέκταση) το τμήμα ενός αστακού το οποίο τρώγεται

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]