ασταύρωτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασταύρωτος η ασταύρωτη το ασταύρωτο
      γενική του ασταύρωτου της ασταύρωτης του ασταύρωτου
    αιτιατική τον ασταύρωτο την ασταύρωτη το ασταύρωτο
     κλητική ασταύρωτε ασταύρωτη ασταύρωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασταύρωτοι οι ασταύρωτες τα ασταύρωτα
      γενική των ασταύρωτων των ασταύρωτων των ασταύρωτων
    αιτιατική τους ασταύρωτους τις ασταύρωτες τα ασταύρωτα
     κλητική ασταύρωτοι ασταύρωτες ασταύρωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασταύρωτος < α- στερητικό + σταυρώνω

Επίθετο[επεξεργασία]

ασταύρωτος, -η, -ο

  1. που δε σταυρώθηκε. δε βρήκε μαρτυρικό θάνατο στο σταυρό
  2. που δε διασταυρώθηκε, δε σχημάτισε σταυρό με κάτι άλλο
  3. (μτφ.) ανενόχλητος, που δεν υπέστη φορτικές ενοχλήσεις
    κανέναν δεν άφησε ασταύρωτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]