αστείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αστείο τα αστεία
      γενική του αστείου των αστείων
    αιτιατική το αστείο τα αστεία
     κλητική αστείο αστεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αστείο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀστεῖον < αρχαία ελληνική ἀστεῖον (ευφυολογία, εκλεπτυσμένο), τὰ ἀστεῖα (ευφυολογήματα) ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ἀστεῖος και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική plaisanterie[1][2]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αστείο ουδέτερο

  • ο λόγος που λέγεται με σκοπό τον αστεϊσμό, με εύθυμη διάθεση, για να προκαλέσει το γέλιο ή το χαμόγελο, όχι ως κάτι το σοβαρό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

αστείο

  1. αιτιατική ενικού του αστείος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αστείος

Πηγές[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. αστείο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. αστείοΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)