αστειότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αστειότητα οι αστειότητες
      γενική της αστειότητας των αστειοτήτων
    αιτιατική την αστειότητα τις αστειότητες
     κλητική αστειότητα αστειότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αστειότητα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀστειότης και σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική plaisanterie[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.stiˈo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐στει‐ό‐τη‐τα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αστειότητα θηλυκό

  1. (λόγιο) αστεία λέξη ή πράξη
  2. (στον πληθυντικό) φαιδρότητα, κάτι ανόητο που δεν ευσταθεί, πιο ευγενική λέξη για να χαρακτηρισθεί η γελοιότητα, η ανοησία (ειρωνικά, για κάτι που είναι μάλλον για γέλια παρά για να αναπτύξουμε και επιχειρηματολογία από πάνω)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]