αστιγμία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αστιγμία οι αστιγμίες
      γενική της αστιγμίας των αστιγμιών
    αιτιατική την αστιγμία τις αστιγμίες
     κλητική αστιγμία αστιγμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αστιγμία < α- στερητ. + στιγμή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αστιγμία θηλυκό

  • (ιατρ.) ο αστιγματισμός
    ο ασθενής μου διαγνώσθηκε με αστιγμία και χρειάζεται να φοράει γυαλιά, για να βλέπει καλά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]