αστικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
αστικά < αστικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
αστικά
- συντηρητικά, όχι προοδευτικά
- σκέφτεται αστικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αστικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αστικό