αστικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αστικότητα < αστικός + -ότητα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική urbanity)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αστικότητα θηλυκό
αστικότητα θηλυκό