αστισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αστισμός οι αστισμοί
      γενική του αστισμού των αστισμών
    αιτιατική τον αστισμό τους αστισμούς
     κλητική αστισμέ αστισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αστισμός < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική urbanisme

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αστισμός αρσενικό

  1. η συγκέντρωση του πληθυσμού σε αστικά κέντρα και ο τρόπος ζωής σε αυτά
     συνώνυμα: εξαστισμός
  2. (κατ’ επέκταση) το σύνολο των συνεπειών που αυτός ο τρόπος διαβίωσης συνεπάγεται
  3. η ιδεολογία της αστικής τάξης

Μεταφράσεις[επεξεργασία]