αστοίβαστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αστοίβαστος η αστοίβαστη το αστοίβαστο
      γενική του αστοίβαστου της αστοίβαστης του αστοίβαστου
    αιτιατική τον αστοίβαστο την αστοίβαστη το αστοίβαστο
     κλητική αστοίβαστε αστοίβαστη αστοίβαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αστοίβαστοι οι αστοίβαστες τα αστοίβαστα
      γενική των αστοίβαστων των αστοίβαστων των αστοίβαστων
    αιτιατική τους αστοίβαστους τις αστοίβαστες τα αστοίβαστα
     κλητική αστοίβαστοι αστοίβαστες αστοίβαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αστοίβαστος < α- στερητικό + στοιβάζω

Επίθετο[επεξεργασία]

αστοίβαστος, -η, -ο

  • που δεν έχει στοιβαχθεί, δεν έχει συγκεντρωθεί σε στοίβες
    τσουβάλια αστοίβαστα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]