αστράφτω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀστράφτω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αστράφτω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀστράφτω < αρχαία ελληνική ἀστράπτω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈstɾa.fto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐στρά‐φτω

Ρήμα[επεξεργασία]

αστράφτω, αόρ.: άστραψα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. λαμποκοπώ, εκπέμπω λάμψη
  2. ρίχνω αστραπές
    Ο ουρανός άστραφτε πολύ την ώρα τής καταιγίδας.

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]