αστραγγάλιστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αστραγγάλιστος η αστραγγάλιστη το αστραγγάλιστο
      γενική του αστραγγάλιστου της αστραγγάλιστης του αστραγγάλιστου
    αιτιατική τον αστραγγάλιστο την αστραγγάλιστη το αστραγγάλιστο
     κλητική αστραγγάλιστε αστραγγάλιστη αστραγγάλιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αστραγγάλιστοι οι αστραγγάλιστες τα αστραγγάλιστα
      γενική των αστραγγάλιστων των αστραγγάλιστων των αστραγγάλιστων
    αιτιατική τους αστραγγάλιστους τις αστραγγάλιστες τα αστραγγάλιστα
     κλητική αστραγγάλιστοι αστραγγάλιστες αστραγγάλιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αστραγγάλιστος < α- + στραγγαλίζω + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

αστραγγάλιστος[1]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. αστραγγάλιστος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)