αστραπιαίοι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

αστραπιαίοι

  1. αστραπιαίος, στην ονομαστική του πληθυντικού
  2. αστραπιαίος, στην κλητική του πληθυντικού