αστροφέγγω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
αστροφέγγω
- φέγγω σαν άστρο
- όταν μπήκε στο δωμάτιο με το πανέμορφο φόρεμά της, αστροφεγγούσε
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αστροφέγγω
|