αστροφεγγιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αστροφεγγιά | οι | αστροφεγγιές |
γενική | της | αστροφεγγιάς | των | αστροφεγγιών |
αιτιατική | την | αστροφεγγιά | τις | αστροφεγγιές |
κλητική | αστροφεγγιά | αστροφεγγιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αστροφεγγιά < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀστροφεγγιά. Μορφολογικά αναλύεται σε αστρο- + φέγγ(ω) + -ιά
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.stɾo.feŋˈɟa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐στρο‐φεγ‐γιά
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αστροφεγγιά θηλυκό
- ο έναστρος ουρανός που δεν διαταράσσεται από άλλη πηγή φωτός, το αντιφέγγισμα των άστρων τη νύχτα χωρίς φεγγάρι
- ※ Η νύχτα ήτανε δίχως φεγγάρι, μα είχαμε αστροφεγγιά. (⌘ Στρατής Τσίρκας, Ακυβέρνητες πολιτείες - Αριάγνη, 1962 [μυθιστόρημα])
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις άστρο, αστέρας και φέγγω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αστρο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)