αστροφυσικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αστροφυσικός < αστροφυσ(ική) + -ικός[1]
Επίθετο[επεξεργασία]
αστροφυσικός, -ή, -ό
- σχετικός με την αστροφυσική
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αστροφυσικός αρσενικό ή θηλυκό
- (αστρονομία, φυσική, επάγγελμα) επιστήμονας ειδικευμένος στην αστροφυσική
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αστροφυσικός
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αστροφυσικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γιατρός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Αστρονομία (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)