αστροχημικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αστροχημικός < αστρο- + χημικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική astrochemist)(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) Και ουσιαστικοποιημένο.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.stɾo.çi.miˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐στρο‐χη‐μι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
αστροχημικός, -ή, -ό
- σχετικός με την αστροχημεία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αστροχημικός αρσενικό ή θηλυκό
- επιστήμονας που μελετά τη χημεία που αφορά τα άστρα και τα άλλα ουράνια σώματα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αστροχημικός
Κατηγορίες:
- Λέξεις με πρόθημα αστρο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Πρότυπο el 'καλός' red links -ής
- Χρειάζονται παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)