αστρόφεγγο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αστρόφεγγο τα αστρόφεγγα
      γενική του αστρόφεγγου των αστρόφεγγων
    αιτιατική το αστρόφεγγο τα αστρόφεγγα
     κλητική αστρόφεγγο αστρόφεγγα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αστρόφεγγο < αστρόφεγγος (επίθετο). Μορφολογικά αναλύεται σε αστρό- + -φεγγο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αστρόφεγγο ουδέτερο

  1. η ανταύγεια των άστρων
  2. ξάστερη νύχτα χωρίς φεγγάρι
    τη νύχτα δύσκολα μπορούσα να βρω το δρόμο μου μες στο αστρόφεγγο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]