αστρόφεγγο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αστρόφεγγο < αστρόφεγγος (επίθετο). Μορφολογικά αναλύεται σε αστρό- + -φεγγο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αστρόφεγγο ουδέτερο
- η ανταύγεια των άστρων
- ξάστερη νύχτα χωρίς φεγγάρι
- ↪ τη νύχτα δύσκολα μπορούσα να βρω το δρόμο μου μες στο αστρόφεγγο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αστρόφεγγο
|
Πηγές[επεξεργασία]
- αστρόφεγγο - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)