αστυνομευόμενος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
αστυνομευόμενος
- μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος αστυνομεύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αστυνομευόμενος
|