αστυνομική επιτήρηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αστυνομική επιτήρηση < → δείτε τις λέξεις αστυνομική και επιτήρηση
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
αστυνομική επιτήρηση θηλυκό
- (νομικός όρος): ο περιορισμός κινήσεων ενός προσώπου υπό της αστυνομικής αρχής που τίθεται ως πρόσθετη ποινή σε άλλη βαρύτερη.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αστυνομική επιτήρηση
|