αστόχαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αστόχαστος < α- στερητικό + στοχαστ- (< στοχάζομαι) + -ος
Επίθετο[επεξεργασία]
αστόχαστος, -η, -ο
- αυτός δε σκέφτεται πριν ενεργήσει, που δρα απερίσκεπτα
- αστόχαστο παιδί
- αυτό γίνεται ή λέγεται με επιπολαιότητα, χωρίς να έχει προηγηθεί σκέψη
- αστόχαστη ενέργεια
Συγγενικά[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αστόχαστος