ασυγκάλυπτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασυγκάλυπτος < α- στερητικό + συγκαλύπτω
Επίθετο[επεξεργασία]
ασυγκάλυπτος, -η, -ο
- που δεν έχει συγκαλυφθεί ή δεν μπορεί να συγκαλυφθεί, ο φανερός
- η ενοχή σου για το φόνο είναι πια ασυγκάλυπτη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασυγκάλυπτος
|