ασυλλογισιά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ασυλλογισιά | οι | ασυλλογισιές |
| γενική | της | ασυλλογισιάς | των | ασυλλογισιών |
| αιτιατική | την | ασυλλογισιά | τις | ασυλλογισιές |
| κλητική | ασυλλογισιά | ασυλλογισιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ασυλλογισιά < ασυλλόγιστος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ασυλλογισιά θηλυκό
- αστοχασιά, απερισκεψία
- η ασυλλογισιά μου στο παρελθόν με οδήγησε σε πολλά λάθη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ασυλλογισιά
|
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)