ασυμπάθιστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασυμπάθιστος η ασυμπάθιστη το ασυμπάθιστο
      γενική του ασυμπάθιστου της ασυμπάθιστης του ασυμπάθιστου
    αιτιατική τον ασυμπάθιστο την ασυμπάθιστη το ασυμπάθιστο
     κλητική ασυμπάθιστε ασυμπάθιστη ασυμπάθιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασυμπάθιστοι οι ασυμπάθιστες τα ασυμπάθιστα
      γενική των ασυμπάθιστων των ασυμπάθιστων των ασυμπάθιστων
    αιτιατική τους ασυμπάθιστους τις ασυμπάθιστες τα ασυμπάθιστα
     κλητική ασυμπάθιστοι ασυμπάθιστες ασυμπάθιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασυμπάθιστος < ελληνιστική κοινή ἀσυμπάθητος < συμπαθέω

Επίθετο[επεξεργασία]

ασυμπάθιστος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]