ασυμψήφιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ασυμψήφιστος
- που δεν συμψηφίζεται
- ↪χρέη ασυμψήφιστα
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ασυμψήφιστα
- → δείτε τις λέξεις συμψηφίζω, ψηφίζω και ψήφος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασυμψήφιστος
|