ασυνήθιστα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασυνήθιστα < ασυνήθιστος + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
ασυνήθιστα
- κατά τρόπο ή σε ποσότητα όχι συνηθισμένη
- Είναι ασυνήθιστα ευγενικός σήμερα. Τι έπαθε;
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
ασυνήθιστα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους (ασυνήθιστο) του ασυνήθιστος