ασυναπάντητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασυναπάντητα < ασυναπάντητος + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
ασυναπάντητα
- (σπάνιο) χωρίς να έχει συναπαντηθεί με κάποιον άλλον
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ασυναπάντητος
- → δείτε τις λέξεις συναπαντώ και απαντώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασυναπάντητα
|