ασυναρτησία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ασυναρτησία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀσυναρτησία < α- (στερητικό) + συναρτώ
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.si.naɾ.tiˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐συ‐ναρ‐τη‐σί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ασυναρτησία θηλυκό
- η έλλειψη λογικής σειράς και ειρμού
- (συνεκδοχικά) ο ακατανόητος λόγος, που δεν έχει λογική σειρά και ειρμό
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα α- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)