ασυνδιάλλαχτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασυνδιάλλαχτος < α- + συνδιαλλάσσω + -τος
Επίθετο[επεξεργασία]
ασυνδιάλλαχτος
- (λόγιο) που δεν έχει δυνδιαλλαγεί ή δεν μπορεί να δυνδιαλλαγεί
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις διαλλάσσομαι, αλλάζω και άλλος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασυνδιάλλαχτος
|