ασυνδύαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασυνδύαστος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
ασυνδύαστος, -η, -ο
- που δεν έχει συνδυασθεί ή δεν μπορεί να συνδυασθεί με άλλον
- τα ευγενή αέρια λέγονται έτσι, γιατί είναι ασυνδύαστα και συνήθως δεν σχηματίζουν χημικές ενώσεις
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασυνδύαστος
|