ασυνείδητο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ασυνείδητο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ασυνείδητο ουδέτερο
- το τμήμα του ψυχισμού του ανθρώπου που δεν γίνεται αντιληπτό σε συνειδητό επίπεδο
- κάτι που γίνεται ακούσια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ασυνείδητο