ασυνειδητοποίητος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασυνειδητοποίητος η ασυνειδητοποίητη το ασυνειδητοποίητο
      γενική του ασυνειδητοποίητου της ασυνειδητοποίητης του ασυνειδητοποίητου
    αιτιατική τον ασυνειδητοποίητο την ασυνειδητοποίητη το ασυνειδητοποίητο
     κλητική ασυνειδητοποίητε ασυνειδητοποίητη ασυνειδητοποίητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασυνειδητοποίητοι οι ασυνειδητοποίητες τα ασυνειδητοποίητα
      γενική των ασυνειδητοποίητων των ασυνειδητοποίητων των ασυνειδητοποίητων
    αιτιατική τους ασυνειδητοποίητους τις ασυνειδητοποίητες τα ασυνειδητοποίητα
     κλητική ασυνειδητοποίητοι ασυνειδητοποίητες ασυνειδητοποίητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασυνειδητοποίητος < α- + συνειδητοποιώ + -ος

Επίθετο[επεξεργασία]

ασυνειδητοποίητος

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]