ασυνεσία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀσυνεσία

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ασυνεσία οι ασυνεσίες
      γενική της ασυνεσίας των ασυνεσιών
    αιτιατική την ασυνεσία τις ασυνεσίες
     κλητική ασυνεσία ασυνεσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ασυνεσία < αρχαία ελληνική ἀσυνεσία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.si.neˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐συ‐νε‐σί‐α

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ασυνεσία θηλυκό

  • η έλλειψη σύνεσης, η απερισκεψία
    ※ Η ανοησία είναι πάντα ανθεκτική, έλεγε ο Καμύ στην «Πανούκλα». Και προϋποθέτει όχι μόνο τόλμη, παρορμητική διάθεση, ασυνεσία, αλλά και μικρή σαφήνεια, μικρό βάθος του πλαισίου που την προεικονίζει και τη γεννά.
    Τασούλα Καραϊσκάκη, Κάτι σαν επιδημία…, Η Καθημερινή, 16 Δεκεμβρίου 2016

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]